- ενταφιάζομαι
- ενταφιάζομαι, ενταφιάστηκα, ενταφιασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προέγκειμαι — Α 1. προϋπάρχω («της προεγκειμένης τροφῆς», Ηρωδιαν.) 2. ενταφιάζομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἔγκειμαι «υπάρχω, βρίσκομαι»] … Dictionary of Greek
προενταφιάζομαι — Α ενταφιάζομαι πριν από κάτι … Dictionary of Greek
θάβομαι — θάβομαι, θάφτηκα και τάφηκα, θαμμένος βλ. πίν. 155 Σημειώσεις: θάβομαι : ο τύπος τάφηκα (να ταφώ κτλ.) χρησιμοποιείται ως ισοδύναμο του θάφτηκα κυρίως για την έννοια → ενταφιάζομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής